ίδιον

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

ίδιον ουδέτερο

  1. χαρακτηριστική ιδιότητα ή γνώρισμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ίδιον

  1. δικό μου, προσωπικό, ατομικό · ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ίδιος
    το ίδιον συμφέρον
  2. αιτιατική ενικού του ίδιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.