ιαμβογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιαμβογράφος οι ιαμβογράφοι
      γενική του ιαμβογράφου των ιαμβογράφων
    αιτιατική τον ιαμβογράφο τους ιαμβογράφους
     κλητική ιαμβογράφε ιαμβογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιαμβογράφος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ιαμβογράφος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.