ιαμβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιαμβικός | η | ιαμβική | το | ιαμβικό |
| γενική | του | ιαμβικού | της | ιαμβικής | του | ιαμβικού |
| αιτιατική | τον | ιαμβικό | την | ιαμβική | το | ιαμβικό |
| κλητική | ιαμβικέ | ιαμβική | ιαμβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιαμβικοί | οι | ιαμβικές | τα | ιαμβικά |
| γενική | των | ιαμβικών | των | ιαμβικών | των | ιαμβικών |
| αιτιατική | τους | ιαμβικούς | τις | ιαμβικές | τα | ιαμβικά |
| κλητική | ιαμβικοί | ιαμβικές | ιαμβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιαμβικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰαμβικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.aɱ.viˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐αμ‐βι‐ικός
Επίθετο
ιαμβικός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.