ιαμβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιαμβικός η ιαμβική το ιαμβικό
      γενική του ιαμβικού της ιαμβικής του ιαμβικού
    αιτιατική τον ιαμβικό την ιαμβική το ιαμβικό
     κλητική ιαμβικέ ιαμβική ιαμβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιαμβικοί οι ιαμβικές τα ιαμβικά
      γενική των ιαμβικών των ιαμβικών των ιαμβικών
    αιτιατική τους ιαμβικούς τις ιαμβικές τα ιαμβικά
     κλητική ιαμβικοί ιαμβικές ιαμβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιαμβικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰαμβικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.aɱ.viˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιαμβιικός

Επίθετο

ιαμβικός, -ή, -ό

  • (μετρική) που αναφέρεται ιάμβους ή αποτελείται από ίαμβους
    ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος ή πολιτικός στίχος χρησιμοποιήθηκε από τον 10ο αιώνα μ.Χ. και αποτελεί τον τυπικό στίχο του δημοτικού τραγουδιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.