έωλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έωλος | η | έωλη | το | έωλο |
| γενική | του | έωλου | της | έωλης | του | έωλου |
| αιτιατική | τον | έωλο | την | έωλη | το | έωλο |
| κλητική | έωλε | έωλη | έωλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έωλοι | οι | έωλες | τα | έωλα |
| γενική | των | έωλων | των | έωλων | των | έωλων |
| αιτιατική | τους | έωλους | τις | έωλες | τα | έωλα |
| κλητική | έωλοι | έωλες | έωλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έωλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕωλος < ἕως / ἠώς < πρωτοελληνική *ᾱϝ̔ως (*āhwōs) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éwsōs (αυγή) < *h₂ews- (αυγή, ανατολή)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.o.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ω‐λος
Επίθετο
έωλος, -η, -ο
- (παρωχημένο, αρχαιοπρεπές) μπαγιάτικος, που ξέμεινε από χθες, μουχλιασμένος, κλούβιος
- (κατ’ επέκταση) ξεπερασμένος, αβάσιμος, αστήρικτος, αθεμελίωτος
- άλλες μορφές: αίολος
Πηγές
- έωλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
έωλος
|
→ δείτε τις λέξεις μπαγιάτικος, μουχλιασμένος, αβάσιμος, ξεπερασμένος, αστήρικτος και αθεμελίωτος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.