απερρίνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απερρίνωση οι απερρινώσεις
      γενική της απερρίνωσης των απερρινώσεων
    αιτιατική την απερρίνωση τις απερρινώσεις
     κλητική απερρίνωση απερρινώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απερρίνωση <  δείτε τη λέξη απερρινοποίηση [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.peˈɾi.no.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απερρίνωση

Ουσιαστικό

απερρίνωση θηλυκό

Συγγενικά

διαφορετικής ετυμολογίας:

  • ερίνωση (ασθένεια αμπελιού)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «απερρινοποίηση (& απερρίνωση)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.