ρινικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρινικός η ρινική το ρινικό
      γενική του ρινικού της ρινικής του ρινικού
    αιτιατική τον ρινικό τη ρινική το ρινικό
     κλητική ρινικέ ρινική ρινικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρινικοί οι ρινικές τα ρινικά
      γενική των ρινικών των ρινικών των ρινικών
    αιτιατική τους ρινικούς τις ρινικές τα ρινικά
     κλητική ρινικοί ρινικές ρινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρινικός < ρίνα + -ικός

Επίθετο

ρινικός

  1. ο σχετικός με την ρίνα
  2. ο σχετικός με την ρίνα

Πολυλεκτικοί όροι

  • ρινικά σύμφωνα
  • ρινική απόφυση
  • ρινική καταρροή
  • ρινική κοιλότητα
  • ρινική πλύση
  • ρινική συμφόρηση
  • ρινικό διάφραγμα
  • ρινικό κάταγμα
  • ρινικοί φθόγγοι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.