έποικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | έποικος | οι | έποικοι |
| γενική | του/της του |
εποίκου έποικου |
των | εποίκων |
| αιτιατική | τον/την | έποικο | τους/τις τους |
εποίκους έποικους |
| κλητική | έποικε | έποικοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έποικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔποικος. Συγχρονικά αναλύεται σε (επί) έπ- + -οικος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.pi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ποι‐κος
Ουσιαστικό
έποικος αρσενικό ή θηλυκό
- που συμμετέχει σε εποικισμό, που έχει έρθει και εγκατασταθεί σε άλλη χώρα από τη δική του, ιδιαίτερα σε μια προσπάθεια που οργανώνεται από ένα κράτος και αποσκοπεί στην αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας περιοχής
- ↪ Η τουρκική κυβέρνηση έφερε και εγκατέστησε εποίκους από την Ανατολία στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο
- ↪ Η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε να ιδρυθούν νέοι συνοικισμοί εποίκων στη Δυτική Όχθη.
- → δείτε και τη λέξη άποικος
Πηγές
- έποικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- έποικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.