εποίκηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εποίκηση | οι | εποικήσεις |
| γενική | της | εποίκησης* | των | εποικήσεων |
| αιτιατική | την | εποίκηση | τις | εποικήσεις |
| κλητική | εποίκηση | εποικήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εποικήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.ci.si/
Μεταφράσεις
εποίκηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.