οξύτητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξύτητα οι οξύτητες
      γενική της οξύτητας των οξυτήτων
    αιτιατική την οξύτητα τις οξύτητες
     κλητική οξύτητα οξύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οξύτητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

οξύτητα Μετρήσιμη ιδιότητα των διαλυμάτων, η οποία εκφράζει το πόσο όξινο είναι ένα διάλυμα.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.