εντερο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εντερο- < αρχαία ελληνική ἐντερο- < ἔντερον και (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία entero-[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /en.de.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εντερο-

Πρόθημα

εντερο- ή εντερό- και εντερ-

Σύνθετα

  • γαστρεντερο-
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εντερο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εντερό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εντερ- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.