intestin

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

intestin < λατινική intestina, εντόσθια

Προφορά

 

Ουσιαστικό

intestin (fr) αρσενικό (πληθυντικός: intestins)

  • το έντερο
    intestin grêle λεπτό έντερο
    gros intestin παχύ έντερο

Επίθετο

intestin (fr) αρσενικό, intestine θηλυκό (πληθυντικός: intestins αρσενικό, intestines θηλυκό)

  1. εσωτερικός, που βρίσκεται μέσα σε κάτι άλλο
  2. (μεταφορικά) που γίνεται μέσα σε μια κοινωνία
    guerre intestine, querelle intestine εσωτερική διαμάχη

Συγγενικά

Συνώνυμα

έννοια 2  δείτε τη λέξη  civil

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.