άντερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άντερο | τα | άντερα |
| γενική | του | άντερου | των | άντερων |
| αιτιατική | το | άντερο | τα | άντερα |
| κλητική | άντερο | άντερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άντερο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄντερο(ν) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔντερον με τροπή [e] > [a] Συγκρίνετε με το έντερο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa(n).de.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ντε‐ρο
Ουσιαστικό
άντερο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του έντερο
- (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) τα αντικείμενα που βρίσκονται εσωτερικά
Σύνθετα
Εκφράσεις
- δεν (μου) μένει άντερο (από τα γέλια)
- λαδώνω τ' άντερό μου (τ' αντεράκι μου)
- μου γυρίζουν τ' άντερα: αισθάνομαι αηδία ή αναγούλα (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
- τ' άντερα μου: υπερβολικά
- βγάζω/ξερνώ τ' άντερα μου: ξερνώ υπερβολικά
- τρώω (πίνω) τ' άντερά μου: τρώω (ή πίνω) υπερβολικά
- στριμμένο άντερο
- πώχει άντερα, ας τα ξη (όποιος έχει το καρπούζι, έχει και το μαχαίρι, όπως τα έκανες, τώρα βρες λύση μόνος σου, μη ζαλίζεις τους άλλους)
- του χασάπη τα παιδιά, τ' άντερα κάνουν δαχτυλίδια (ενώ άλλοι πεινούν, τα παιδιά του χασάπη έχουν τόσο πολλά έντερα που στο τέλος όταν χορτάσουν φτιάχνουν και δαχτυλίδια -για όσους έχουν πολλά και στο τέλος όχι μόνον δεν τα χαρίζουν σε όποιον τα χρειάζεται, αλλά τα χρησιμοποιούν και με τρόπο ανάρμοστο γιατι δεν ξέρουν τι να τα κάνουν)
- κιόλα τ' άντερα έχουσι κάτι να ειπούν (επειδή γουργουρίζει το έντερο και διαμαρτύρεται, "μιλάει" -άσε τους άλλους να μιλήσουν, αφου ακόμα και το έντερο έχει κάτι να πει, κάτι χρησιμο θα πει κι ο άνθρωπος ή και με την αντίθετη έννοια, για κάποιον που δεν έχει τίποτα σημαντικό να πει)
- διαφορετικής ετυμολογίας, το αντερί
Μεταφράσεις
άντερο
|
→ δείτε τη λέξη έντερο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.