εντερικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εντερικός | η | εντερική | το | εντερικό |
| γενική | του | εντερικού | της | εντερικής | του | εντερικού |
| αιτιατική | τον | εντερικό | την | εντερική | το | εντερικό |
| κλητική | εντερικέ | εντερική | εντερικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εντερικοί | οι | εντερικές | τα | εντερικά |
| γενική | των | εντερικών | των | εντερικών | των | εντερικών |
| αιτιατική | τους | εντερικούς | τις | εντερικές | τα | εντερικά |
| κλητική | εντερικοί | εντερικές | εντερικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εντερικός < αρχαία ελληνική ἐντερικός < ἔντερον
Προφορά
- ΔΦΑ : /en.de.ɾiˈkos/
Επίθετο
εντερικός
Μεταφράσεις
εντερικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.