ἔντερον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

ἔντερον



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἔντερον τὰ ἔντερ
      γενική τοῦ ἐντέρου τῶν ἐντέρων
      δοτική τῷ ἐντέρ τοῖς ἐντέροις
    αιτιατική τὸ ἔντερον τὰ ἔντερ
     κλητική ! ἔντερον ἔντερ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐντέρω
γεν-δοτ τοῖν  ἐντέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἔντερον < πιθανόν από ουσιαστικοποιημένο επίθετο που είχε τη σημασία ενδότερος < πρόθεση ἐν + συγκριτικό επίθημα πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-teros (-τερος)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ἔντερο(ν) νέα ελληνικά: έντερο και δείτε ἐντερο-

Ουσιαστικό

ἔντερον ουδέτερο

  1. (κυρίως στον πληθυντικό) έντερα, εντόσθια
  2. χορδή τόξου από έντερο

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • ἐντερο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἐντερο- στο Βικιλεξικό

και

  • ἐξεντερίζομαι
  • ἐντερεύω
  • ἐντερίδια
  • ἐντερικός
  • ἐντέρινος
  • ἐντέριον
  • ἐντεριώνη
  • ἐπιπλοεντεροκήλη
  • εὐθυέντερος
  • λειεντερία
  • λειεντερικός
  • λειεντεριώδης
  • μεσεντέριον
  • μονέντερον
  • ὑδρεντεροκήλη
  • χαλκέντερος


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.