έμπεδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έμπεδος | η | έμπεδη | το | έμπεδο |
| γενική | του | έμπεδου | της | έμπεδης | του | έμπεδου |
| αιτιατική | τον | έμπεδο | την | έμπεδη | το | έμπεδο |
| κλητική | έμπεδε | έμπεδη | έμπεδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έμπεδοι | οι | έμπεδες | τα | έμπεδα |
| γενική | των | έμπεδων | των | έμπεδων | των | έμπεδων |
| αιτιατική | τους | έμπεδους | τις | έμπεδες | τα | έμπεδα |
| κλητική | έμπεδοι | έμπεδες | έμπεδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έμπεδος < αρχαία ελληνική ἔμπεδος
Επίθετο
έμπεδος, -ή, -ο
- (στρατιωτικός όρος) (για τάγμα ή άλλο στρατιωτικό τμήμα) που παραμένει στη βάση του, την έδρα του, εκπαιδεύοντας νεοσυλλέκτους και προσφέροντας άλλες υπηρεσίες στα μετόπισθεν
- (ουσιαστικοποιημένο) έμπεδο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.