προσφέροντας
Νέα ελληνικά (el)
Μετοχή
προσφέροντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προσφέρω
- Της ευχήθηκε για τη γιορτή της προσφέροντάς της ένα μπουκέτο λουλούδια και ένα κουτί γλυκά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.