base

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
base bases

base (en)

  1. η βάση, το θεμέλιο (ενός κτηρίου ή ενός συλλογισμού)
  2. η στρατιωτική βάση
  3. (χημεία) η βάση
  4. (μαθηματικά) η βάση ενός τριγώνου· η βάση ενός λογαρίθμου

Πολυλεκτικοί όροι

Σύνθετα

Ρήμα

ενεστώτας base
γ΄ ενικό ενεστώτα bases
αόριστος based
παθητική μετοχή based
ενεργητική μετοχή basing

base (en)

  • (συνήθως στην παθητική φωνή) εδρεύω, εγκαθιστώ, έχω τη έδρα μου, τη βάση μου
    She is based in Paris.
    Εδρεύει στο Παρίσι.
    Coca-Cola is based in Atlanta.
    Η Κόκα-Κόλα εδρεύει στην Ατλάντα.
    The Court of Appeals is based in Patras.
    Το Εφετείο εδερεύει στην Πάτρα.
    Their European representative is based in France.
    Ο αντιπρόσωπός τους για την Ευρώπη είναι εγκαταστημένος στη Γαλλία.

Σύνθετα

Παράγωγα

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /bɑːz/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
base bases

base (fr) θηλυκό



Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
base bases

base (es) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.