έμμεσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμμεσος η έμμεση το έμμεσο
      γενική του έμμεσου της έμμεσης του έμμεσου
    αιτιατική τον έμμεσο την έμμεση το έμμεσο
     κλητική έμμεσε έμμεση έμμεσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμμεσοι οι έμμεσες τα έμμεσα
      γενική των έμμεσων των έμμεσων των έμμεσων
    αιτιατική τους έμμεσους τις έμμεσες τα έμμεσα
     κλητική έμμεσοι έμμεσες έμμεσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έμμεσος < μεσαιωνική ελληνική ἔμμεσος (παρόμοια σημασία) < ελληνιστική κοινή ἔμμεσος < αρχαία ελληνική ἐν + μέσος

Επίθετο

έμμεσος, -η, -ο

  1. που γίνεται με τη μεσολάβηση άλλου
  2. πλάγιος, όχι απευθείας

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.