έμμεσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έμμεσος | η | έμμεση | το | έμμεσο |
| γενική | του | έμμεσου | της | έμμεσης | του | έμμεσου |
| αιτιατική | τον | έμμεσο | την | έμμεση | το | έμμεσο |
| κλητική | έμμεσε | έμμεση | έμμεσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έμμεσοι | οι | έμμεσες | τα | έμμεσα |
| γενική | των | έμμεσων | των | έμμεσων | των | έμμεσων |
| αιτιατική | τους | έμμεσους | τις | έμμεσες | τα | έμμεσα |
| κλητική | έμμεσοι | έμμεσες | έμμεσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έμμεσος < μεσαιωνική ελληνική ἔμμεσος (παρόμοια σημασία) < ελληνιστική κοινή ἔμμεσος < αρχαία ελληνική ἐν + μέσος
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- έμεσο αντικείμενο: (γραμματική) που δεν μεταβαίνει απευθείας η ενέργεια του ρήματος
- ≠ αντώνυμα:: άμεσο αντικείμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.