εμμέσως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμμέσως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμμέσως < ἔμμεσος. H σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική. Μορφολογικά αναλύεται σε έμμεσ(ος) + -ως.

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈme.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμμέσως
τονικό παρώνυμο: έμμεσος
παρώνυμο: αμέσως

Επίρρημα

εμμέσως

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.