εμμέσως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμμέσως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμμέσως < ἔμμεσος. H σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική. Μορφολογικά αναλύεται σε έμμεσ(ος) + -ως.
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈme.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐μέ‐σως
- τονικό παρώνυμο: έμμεσος
- παρώνυμο: αμέσως
Εκφράσεις
Πηγές
- έμμεσος, εμμέσως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.