έλατο
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.la.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐λα‐το
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έλατο | τα | έλατα |
| γενική | του | έλατου & ελάτου |
των | έλατων & ελάτων |
| αιτιατική | το | έλατο | τα | έλατα |
| κλητική | έλατο | έλατα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Έλατο Abies lasiocarpa
- έλατο < έλατος (από την αιτιατική ενικού: τον έλατο) με μεταπλασμό σε ουδέτερο [1] < αρχαία ελληνική ἐλάτη
Ουσιαστικό
έλατο ουδέτερο
Συγγενικά
- ελατάκι
Σύνθετα
- ελατοβούνι
- ελατοδάσος
- ελατόδασος
- ελατόξυλο
- ελατόμελο
- ελατοσκέπαστος
- ελατόπισσα
- ελατόφυτος
Μεταφράσεις
έλατο
|
Ετυμολογία 2
- έλατο: κλιτικός τύπος
Αναφορές
- έλατο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.