ελατόπισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελατόπισσα οι ελατόπισσες
      γενική της ελατόπισσας των ελατοπισσών
    αιτιατική την ελατόπισσα τις ελατόπισσες
     κλητική ελατόπισσα ελατόπισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελατόπισσα < έλατ(ο) + -ό- + πίσσα

Ουσιαστικό

ελατόπισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.