ελατόξυλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ελατόξυλο | τα | ελατόξυλα |
| γενική | του | ελατόξυλου | των | ελατόξυλων |
| αιτιατική | το | ελατόξυλο | τα | ελατόξυλα |
| κλητική | ελατόξυλο | ελατόξυλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ελατόξυλο
Μεταφράσεις
ελατόξυλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.