ελατόμελο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελατόμελο τα ελατόμελα
      γενική του ελατόμελου των ελατόμελων
    αιτιατική το ελατόμελο τα ελατόμελα
     κλητική ελατόμελο ελατόμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελατόμελο < έλατο + μέλι

Ουσιαστικό

ελατόμελο ουδέτερο

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη μέλι

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ελατόμελο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.