μετάληψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετάληψη | οι | μεταλήψεις |
| γενική | της | μετάληψης* | των | μεταλήψεων |
| αιτιατική | τη | μετάληψη | τις | μεταλήψεις |
| κλητική | μετάληψη | μεταλήψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλήψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετάληψη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μετάληψις (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μετάληψις < μεταλαμβάνω < λαμβάνω
Ουσιαστικό
μετάληψη θηλυκό
Συνώνυμα
- Αγία Κοινωνία
- Θεία Ευχαριστία
- Θεία Κοινωνία
- Θεία Μετάληψη
- Κοινωνία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μεταλαμβάνω και λαμβάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.