αποικίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποικίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποικίζω[1]

Ρήμα

αποικίζω (παθητική φωνή: αποικίζομαι)

  1. ιδρύω αποικία
  2. εγκαθιστώ αποίκους σε έναν τόπο

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.