αποίκηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποίκηση | οι | αποικήσεις |
| γενική | της | αποίκησης* | των | αποικήσεων |
| αιτιατική | την | αποίκηση | τις | αποικήσεις |
| κλητική | αποίκηση | αποικήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποικήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποίκηση < ἀποίκησις < ἀποικέω, -ῶ
Ουσιαστικό
αποίκηση θηλυκό
- η εγκατάσταση ενός αριθμού αποίκων σε ξένη χώρα
- κατά τη διάρκεια των ερευνών της στα βενετικά αρχεία , εντόπισε μερικά έγγραφα για την αποίκηση της Ακυληίας από Έλληνες το ΙΗ΄ αιώνα (Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 52, Ακαδημία Αθηνών, 1977, σελ. 277)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αποίκηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.