άνδηρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άνδηρο τα άνδηρα
      γενική του ανδήρου
& άνδηρου
των ανδήρων
    αιτιατική το άνδηρο τα άνδηρα
     κλητική άνδηρο άνδηρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άνδηρο < αρχαία ελληνική ἄνδηρον

Ουσιαστικό

άνδηρο ουδέτερο

  1. ανάχωμα, πρόχωμα
  2. (αρχιτεκτονική) επίπεδη επιφάνεια (ταράτσα, λιακωτό κ.ά.) που δημιουργείται με προσχώσεις σε επικλινές έδαφος
      Το διάσπαρτο αρχαίο υλικό καταγράφηκε, ώστε να αξιοποιηθεί στις εργασίες αναστήλωσης, ενώ μεταξύ των στόχων της μελέτης είναι να γίνει κατανοητή η κάτοψη του μνημείου, να γίνει προβολή των ανδήρων, της θεατρικότητας και της μνημειακότητας του ανακτόρου και να επισημανθεί διακριτικά η τρίτη διάσταση, η οποία θα αποδοθεί με την αποκατάσταση τεσσάρων κιόνων στο περιστύλιο της αυλής του Κτιρίου Ι και τριών ακόμα στη στοά του Προπύλου. (archaiologia.gr 17.5.2019)
  3. είδος τραπεζιού σε σχήμα Π, που χρησιμοποιείται σε τεκτονικά συμπόσια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.