επικλινής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επικλινής | η | επικλινής | το | επικλινές |
| γενική | του | επικλινούς* | της | επικλινούς | του | επικλινούς |
| αιτιατική | τον | επικλινή | την | επικλινή | το | επικλινές |
| κλητική | επικλινή(ς) | επικλινής | επικλινές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επικλινείς | οι | επικλινείς | τα | επικλινή |
| γενική | των | επικλινών | των | επικλινών | των | επικλινών |
| αιτιατική | τους | επικλινείς | τις | επικλινείς | τα | επικλινή |
| κλητική | επικλινείς | επικλινείς | επικλινή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επικλινής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επικλινής, -ής, -ές
- που έχει κλίση, που κλίνει προς τη μία πλευρά, που κλίνει προς τα κάτω, ο κεκλιμένος
Μεταφράσεις
επικλινής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.