άμουσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άμουσος | η | άμουση | το | άμουσο |
| γενική | του | άμουσου | της | άμουσης | του | άμουσου |
| αιτιατική | τον | άμουσο | την | άμουση | το | άμουσο |
| κλητική | άμουσε | άμουση | άμουσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άμουσοι | οι | άμουσες | τα | άμουσα |
| γενική | των | άμουσων | των | άμουσων | των | άμουσων |
| αιτιατική | τους | άμουσους | τις | άμουσες | τα | άμουσα |
| κλητική | άμουσοι | άμουσες | άμουσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άμουσος < αρχαία ελληνική ἄμουσος < μοῦσα
Επίθετο
άμουσος, -η, -ο
- που δεν έχει μουσική καλλιέργεια και παιδεία ή δεν αγαπάει τη μουσική
- (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) που δεν έχει γενικότερη καλλιέργεια ή παιδεία
- που δεν είναι σύμφωνος με τους κανόνες της μουσικής ή δεν έχει μουσικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.