μουσικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουσικότητα οι μουσικότητες
      γενική της μουσικότητας των μουσικοτήτων
    αιτιατική τη μουσικότητα τις μουσικότητες
     κλητική μουσικότητα μουσικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουσικότητα < μουσική + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική musicalité[1])

Ουσιαστικό

μουσικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του μουσικού, του μελωδικού, του αρμονικού
  2. η μουσική αντίληψη και αντιληπτικότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.