béotien

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό béotien béotiens
θηλυκό béotienne béotiennes

béotien (fr)

  1. χοντροκομμένος
  2. άσχετος, ανίδεος, χαζός, ανίδεος

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό béotien béotiens
θηλυκό béotienne béotiennes

béotien (fr)

  1. κάποιος που είναι χοντροκομμένος
  2. κάποιος που είναι άσχετος, ανίδεος με κάποιο θέμα

Αντώνυμα

αντώνυμα του χοντροκομμένος

αντώνυμα του άσχετος, ανίδεος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.