αφιλόμουσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφιλόμουσος | η | αφιλόμουση | το | αφιλόμουσο |
| γενική | του | αφιλόμουσου | της | αφιλόμουσης | του | αφιλόμουσου |
| αιτιατική | τον | αφιλόμουσο | την | αφιλόμουση | το | αφιλόμουσο |
| κλητική | αφιλόμουσε | αφιλόμουση | αφιλόμουσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφιλόμουσοι | οι | αφιλόμουσες | τα | αφιλόμουσα |
| γενική | των | αφιλόμουσων | των | αφιλόμουσων | των | αφιλόμουσων |
| αιτιατική | τους | αφιλόμουσους | τις | αφιλόμουσες | τα | αφιλόμουσα |
| κλητική | αφιλόμουσοι | αφιλόμουσες | αφιλόμουσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφιλόμουσος < α- + φιλόμουσος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αφιλομουσία
- → δείτε τις λέξεις φιλόμουσος, φίλος και μούσα
Μεταφράσεις
αφιλόμουσος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.