ἄμοιρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄμοιρος | τὸ | ἄμοιρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀμοίρου | τοῦ | ἀμοίρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀμοίρῳ | τῷ | ἀμοίρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄμοιρον | τὸ | ἄμοιρον | ||
| κλητική ὦ! | ἄμοιρε | ἄμοιρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄμοιροι | τὰ | ἄμοιρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀμοίρων | τῶν | ἀμοίρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀμοίροις | τοῖς | ἀμοίροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀμοίρους | τὰ | ἄμοιρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἄμοιροι | ἄμοιρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμοίρω | τὼ | ἀμοίρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμοίροιν | τοῖν | ἀμοίροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἄμοιρος, -ος, -ον
- δύσμοιρος, άτυχος, δυστυχής
- ≠ αντώνυμα: εὔμοιρος
- αυτός που δεν έχει μερίδιο, αυτός που δεν μετέχει σε κάτι ή στερείται κάτι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 1327 (1326-1327)
- οὔ φησ᾽ ἐάσειν τόνδε τὸν νεκρὸν ταφῆς | ἄμοιρον, ἀλλὰ πρὸς βίαν θάψειν ἐμοῦ.
- Είπε πως δεν αφήνει χωρίς ταφή να μείνει το σώμα του νεκρού, | αλλά πως θα το θάψει, παρά την εντολή μου.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- οὔ φησ᾽ ἐάσειν τόνδε τὸν νεκρὸν ταφῆς | ἄμοιρον, ἀλλὰ πρὸς βίαν θάψειν ἐμοῦ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 202d
- Πῶς ἂν οὖν θεὸς εἴη ὅ γε τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἄμοιρος;
- «Λοιπόν, μπορεί να είναι θεός ένας που δεν έχει το μερίδιό του στα ωραία και στα αγαθά;»
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- Πῶς ἂν οὖν θεὸς εἴη ὅ γε τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἄμοιρος;
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1, 1102b
- ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων ἅλις, καὶ τὸ θρεπτικὸν ἐατέον, ἐπειδὴ τῆς ἀνθρωπικῆς ἀρετῆς ἄμοιρον πέφυκεν.
- Ας αφήσουμε λοιπόν καταμέρος τα θρεπτικό μέρος της ψυχής, αφού από τη φύση του δεν μετέχει στην ανθρώπινη αρετή.
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων ἅλις, καὶ τὸ θρεπτικὸν ἐατέον, ἐπειδὴ τῆς ἀνθρωπικῆς ἀρετῆς ἄμοιρον πέφυκεν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 1327 (1326-1327)
- απαλλαγμένος από κάτι κακό
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 181c
- ὁ δὲ τῆς Οὐρανίας πρῶτον μὲν οὐ μετεχούσης θήλεος ἀλλ᾽ ἄρρενος μόνον —καὶ ἔστιν οὗτος ὁ τῶν παίδων ἔρως— ἔπειτα πρεσβυτέρας, ὕβρεως ἀμοίρου·
- Αντίθετα, ο έρωτας της Ουρανίας εκπορεύεται από θεά που πρώτα πρώτα δεν πήρε από θηλυκό, αλλά μόνο από αρσενικό — κι έτσι είναι έρωτας προς τ᾽ αγόρια· έπειτα, από θεά αρχαιότερη, ανέγγιχτη από χοντροκοπιά·
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- ὁ δὲ τῆς Οὐρανίας πρῶτον μὲν οὐ μετεχούσης θήλεος ἀλλ᾽ ἄρρενος μόνον —καὶ ἔστιν οὗτος ὁ τῶν παίδων ἔρως— ἔπειτα πρεσβυτέρας, ὕβρεως ἀμοίρου·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ισοκράτης, Εὐαγόρας, 71, @scaife.perseus
- τοσοῦτον δʼ ἐβίω χρόνον ὥστε μήτε τοῦ γήρως ἄμοιρος γενέσθαι μήτε τῶν νόσων μετασχεῖν τῶν διὰ ταύτην τὴν ἡλικίαν γιγνομένων.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 181c
- ποιητικός τύπος: ἄμμορος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μείρομαι
Πηγές
- ἄμοιρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄμοιρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.