rigide
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Επίθετο
ενικός
πληθυντικός
rigide
rigides
rigide
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
άκαμπτος
,
δύσκαμπτος
(
μεταφορικά
)
ανένδοτος
,
ανελαστικός
(
κατ’ επέκταση
)
οπισθοδρομικός
Συγγενικά
rigidement
rigidifier
rigidité
Ιταλικά
(it)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ενικός
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
rigido
rigidi
θηλυκό
rigida
rigide
rigide
(it)
πληθυντικός αριθμός
του
rigida
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.