άκαμπτα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.kam.pta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άκαμπτα

Ετυμολογία 1

άκαμπτα < άκαμπτος +

Επίρρημα

άκαμπτα (τροπικό επίρρημα)

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

άκαμπτα: κλιτός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άκαμπτα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.