license

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlaɪsəns/

Ρήμα

license (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
license licenses

license (en)

  1. η άδεια, το έγγραφο που σου επιτρέπει να κάνεις κάτι
    driver's licence - άδεια (δίπλωμα) οδήγησης
  2. (λογισμικό) άδεια (χρήσης λογισμικού)
      A license tells others what they can and can't do with your code. (από GitHub)
    Μία άδεια λέει σε άλλους τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν με τον κώδικά σας.
    δείτε επίσης: Software license στην αγγλική Βικιπαίδεια

  • license στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.