αγαλματώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγαλματώδης | η | αγαλματώδης | το | αγαλματώδες |
| γενική | του | αγαλματώδους | της | αγαλματώδους | του | αγαλματώδους |
| αιτιατική | τον | αγαλματώδη | την | αγαλματώδη | το | αγαλματώδες |
| κλητική | αγαλματώδη(ς) | αγαλματώδης | αγαλματώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγαλματώδεις | οι | αγαλματώδεις | τα | αγαλματώδη |
| γενική | των | αγαλματωδών | των | αγαλματωδών | των | αγαλματωδών |
| αιτιατική | τους | αγαλματώδεις | τις | αγαλματώδεις | τα | αγαλματώδη |
| κλητική | αγαλματώδεις | αγαλματώδεις | αγαλματώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγαλματώδης < άγαλμα
Μεταφράσεις
αγαλματώδης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.