άβυθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άβυθος | η | άβυθη | το | άβυθο |
| γενική | του | άβυθου | της | άβυθης | του | άβυθου |
| αιτιατική | τον | άβυθο | την | άβυθη | το | άβυθο |
| κλητική | άβυθε | άβυθη | άβυθο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άβυθοι | οι | άβυθες | τα | άβυθα |
| γενική | των | άβυθων | των | άβυθων | των | άβυθων |
| αιτιατική | τους | άβυθους | τις | άβυθες | τα | άβυθα |
| κλητική | άβυθοι | άβυθες | άβυθα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άβυθος < αρχαία ελληνική ἄβυθος
Επίθετο
άβυθος
- (λόγιο) που το βάθος του είναι μεγάλο
- (μεταφορικά) (λόγιο) που εκτείνεται σε μεγάλη έκταση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βυθός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.