άβυθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβυθος η άβυθη το άβυθο
      γενική του άβυθου της άβυθης του άβυθου
    αιτιατική τον άβυθο την άβυθη το άβυθο
     κλητική άβυθε άβυθη άβυθο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβυθοι οι άβυθες τα άβυθα
      γενική των άβυθων των άβυθων των άβυθων
    αιτιατική τους άβυθους τις άβυθες τα άβυθα
     κλητική άβυθοι άβυθες άβυθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άβυθος < αρχαία ελληνική ἄβυθος

Επίθετο

άβυθος

  1. (λόγιο) που το βάθος του είναι μεγάλο
     συνώνυμα: άπατος, απύθμενος
  2. (μεταφορικά) (λόγιο) που εκτείνεται σε μεγάλη έκταση
     συνώνυμα: ατελείωτος, απέραντος, αμέτρητος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.