απύθμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απύθμενος η απύθμενη το απύθμενο
      γενική του απύθμενου της απύθμενης του απύθμενου
    αιτιατική τον απύθμενο την απύθμενη το απύθμενο
     κλητική απύθμενε απύθμενη απύθμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απύθμενοι οι απύθμενες τα απύθμενα
      γενική των απύθμενων των απύθμενων των απύθμενων
    αιτιατική τους απύθμενους τις απύθμενες τα απύθμενα
     κλητική απύθμενοι απύθμενες απύθμενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απύθμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπύθμενος < ἀ- στερητικό + (πυθμήν) πυθμεν- + -ος, δηλαδή χωρίς πάτο, χωρίς βάση)

Επίθετο

απύθμενος, -η, -ο

  1. χαρακτηρισμός αντικειμένου με μεγάλο βάθος
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός μεγάλης έντασης μιας έννοιας, συχνά με αρνητικό χαρακτήρα
    τον χαρακτήριζε μια απύθμενη βλακεία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.