εκτείνομαι

Ελληνικά (el)

Ρήμα
εκτείνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκτείνω
- καταλαμβάνω μεγάλη έκταση, έχω εξαπλωθεί
γραμμ. ως απρόσωπο εκτείνεται νοείται η μετατροπή του πρώτου βραχέος φωνήεντος της κύριας λέξης σε μακρό, όπως οδύνη→ ανώδυνος, όμνυμι συνωμοσία, συνωμότης
- αρχαία ελληνική , όταν το πριν από χαρακτήρα του θέματος γράμμα είναι βραχύ εκτείνεται αυτό στο συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό νέο-ς νεώτερος, σοφ-ός σοφώτατος, τίμι-ος τιμιώτερoς

Μεταφράσεις
εκτείνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.