εκτείνομαι

Ελληνικά (el)

Ρήμα

εκτείνομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος εκτείνω
  2. καταλαμβάνω μεγάλη έκταση, έχω εξαπλωθεί

γραμμ. ως απρόσωπο εκτείνεται νοείται η μετατροπή του πρώτου βραχέος φωνήεντος της κύριας λέξης σε μακρό, όπως οδύνηανώδυνος, όμνυμι συνωμοσία, συνωμότης

  • αρχαία ελληνική , όταν το πριν από χαρακτήρα του θέματος γράμμα είναι βραχύ εκτείνεται αυτό στο συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό νέο-ς νεώτερος, σοφ-ός σοφώτατος, τίμι-ος τιμιώτερoς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.