Φραγκίσκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Φραγκίσκος
      γενική του Φραγκίσκου
    αιτιατική τον Φραγκίσκο
     κλητική Φραγκίσκε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φραγκίσκος < μεσαιωνική λατινική Franciscus < Francia +‎ -iscus < Francus < φραγκική *frankō < πρωτογερμανική *frankô (ακόντιο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *preng- (κοντάρι, κοτσάνι)

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾaŋˈɟi.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φραγκίσκος

Κύριο όνομα

Φραγκίσκος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.