Τσολάκογλου
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
| ονομαστική | ο/η | Τσολάκογλου | οι | Τσολάκογλοι & Τσολακογλαίοι |
οι | Τσολάκογλου |
| γενική | του/της | Τσολάκογλου | των | Τσολάκογλων & Τσολακογλαίων |
των | Τσολάκογλου |
| αιτιατική | τον/την | Τσολάκογλου | τους | Τσολάκογλους & Τσολακογλαίους |
τους/τις | Τσολάκογλου |
| κλητική | Τσολάκογλου | Τσολάκογλοι & Τσολακογλαίοι |
Τσολάκογλου | |||
| Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
| Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡soˈla.ko.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσο‐λά‐κο‐γλου
-
Γεώργιος Τσολάκογλου στη Βικιπαίδεια
(1886-1948), Έλληνας ανώτατος στρατιωτικός, διορισμένος από τους κατακτητές πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της Κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Цолакоглу
- λατινικοί χαρακτήρες: Tsolakoglou
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.