-ογλου
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
| ονομαστική | ο/η | -ογλου | οι | -ογλοι & -ογλαίοι |
οι | -ογλου |
| γενική | του/της | -ογλου | των | -ογλων & -ογλαίων |
των | -ογλου |
| αιτιατική | τον/τη(ν) | -ογλου | τους | -ογλους & -ογλαίους |
τους/τις | -ογλου |
| κλητική | -ογλου | -ογλοι & -ογλαίοι |
-ογλου | |||
| Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
| Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
- -ογλου < σε επώνυμα, (άμεσο δάνειο) τουρκική -oğlu (πατρωνυμικό επίθημα: ο γιος του...) < oğul (γιος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ο‐γλου
Επίθημα
-ογλου ή -όγλου αρσενικό ή θηλυκό
- επίθημα νεοελληνικών επωνύμων κοινού γένους, μικρασιατικής καταγωγής
Σημειώσεις
Σύνθετα
- Νεοελληνικά επώνυμα με επίθημα -ογλου στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικά επώνυμα με επίθημα -όγλου στο Βικιλεξικό
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: -oglou
- τουρκικά: -oğlu
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.