Τσολάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τσολάκης | οι | Τσολάκηδες |
| γενική | του | Τσολάκη | των | Τσολάκηδων |
| αιτιατική | τον | Τσολάκη | τους | Τσολάκηδες |
| κλητική | Τσολάκη | Τσολάκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τσολάκης < από παρωνύμιο, οθωμανική τουρκική چولاق (çolak, μονόχειρας, κουλός), τουρκική çolak, + -άκης
- Συγγενή επώνυμα: αρμενική γλώσσα Չոլաքյան (Čʿolakʿyan, Τσολακιάν, Cholakyan, Чолакян), ρουμανική γλώσσα Ciolacu, τουρκική γλώσσα Çolak (Τσολάκ)
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Тсолакис, Цолакис
- λατινικοί χαρακτήρες: Tsolakis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.