Σκανδιναβία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σκανδιναβία | οι | Σκανδιναβίες |
| γενική | της | Σκανδιναβίας | των | Σκανδιναβιών |
| αιτιατική | τη | Σκανδιναβία | τις | Σκανδιναβίες |
| κλητική | Σκανδιναβία | Σκανδιναβίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

1. Το κόκκινο απεικονίζει την ιστορική χρήση του όρου 2. Το πορτοκαλί απεικονίζει την ευρύτερη χρήση του όρου
Ετυμολογία
- Σκανδιναβία < (λόγιο δάνειο) λατινική Scandinavia < πρωτογερμανική *Skaþinawjō < Skaþi (Σκάνια) + awjo (νησί)
Προφορά
- ΔΦΑ : /skan.ði.naˈvi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκαν‐δι‐να‐βί‐α
Κύριο όνομα
Σκανδιναβία, θηλυκό
- χερσόνησος της βόρειας Ευρώπης που απαρτίζεται από τις χώρες της Σουηδίας και Νορβηγίας
- περιοχή, περιλαμβάνοντας η ίδια χερσόνησος, αλλά μαζί με η χώρα της Δανίας
- η ίδια περιοχή, αλλά μαζί με τις χώρες της Φινλανδίας, Ισλανδίας και των Νήσων Φερόε
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Σκανδιναβία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.