Σκανδιναβή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σκανδιναβή | οι | Σκανδιναβές |
| γενική | της | Σκανδιναβής | των | Σκανδιναβών |
| αιτιατική | τη | Σκανδιναβή | τις | Σκανδιναβές |
| κλητική | Σκανδιναβή | Σκανδιναβές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σκανδιναβή < Σκανδιναβ(ός) + -ή
Προφορά
- ΔΦΑ : /skan.ði.naˈvi/
- ομόηχο: Σκανδιναβοί
Κύριο όνομα
Σκανδιναβή θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Σκανδιναβός
- — Πας να παραλάβεις από το αεροδρόμιο τη σκανδιναβή φίλη σου;
- — Δεν είναι Σκανδιναβή, είναι Φινλανδή
Συγγενικά
Σημειώσεις
- παρωχημένη γραφή της κατάληξης με ύψιλον -αυή
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σκανδιναβός
Σκανδιναβή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.