Νορβηγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Νορβηγία | οι | Νορβηγίες |
| γενική | της | Νορβηγίας | των | Νορβηγιών |
| αιτιατική | τη | Νορβηγία | τις | Νορβηγίες |
| κλητική | Νορβηγία | Νορβηγίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Νορβηγία < (άμεσο δάνειο) γαλλική Norvège < νορβηγική Norge (βόρεια οδός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /noɾ.viˈʝi.a/
Κύριο όνομα

η θέση της Νορβηγίας στην Ευρώπη
Νορβηγία θηλυκό
Συγγενικά
- Νορβηγός, Νορβηγή και Νορβηγίδα
- νορβηγικός
- νορβηγικά
- νορβηγιανός
-
Νορβηγία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Νορβηγία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.