χερσόνησος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χερσόνησος | οι | χερσόνησοι |
| γενική | της | χερσονήσου | των | χερσονήσων |
| αιτιατική | τη | χερσόνησο | τις | χερσονήσους |
| κλητική | χερσόνησε (χερσόνησο) |
χερσόνησοι | ||
| Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η χερσόνησος Άβαλον του Καναδά από δορυφορική λήψη
Ετυμολογία
- χερσόνησος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χερσόνησος
Προφορά
- ΔΦΑ : /çeɾˈso.ni.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χερ‐σό‐νη‐σος
Ουσιαστικό
χερσόνησος θηλυκό
- (γεωγραφία) τμήμα ξηράς, μικρής ή μεγάλης έκτασης, που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα με συνέπεια να βρέχεται απ΄ αυτή από τρεις πλευρές
Συγγενικά
- Χερσόνησος (τοπωνύμιο)
- → δείτε τις λέξεις χέρσος, νήσος και νησί
Μεταφράσεις
χερσόνησος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ουσιαστικό
χερσόνησος θηλυκό
- (γεωγραφία) η χερσόνησος, το προεξέχον στη θάλασσα τμήμα στεριάς, που θα ήταν παρά λίγο νήσος, κάτι ανάμεσα σε στεριά και νησί
- (γεωγραφία) νησί που συνδέεται με γέφυρα με τη στεριά
- δωρικός τύπος χερσόνασος
- επικός τύπος χερόνησος
- χερρόνησος
Παράγωγα
- Χερσονήσιος (ο καταγόμενος ή προερχόμενος από τη θρακική χερσόνησο)
Πηγές
- χερσόνησος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χερσόνησος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.