χερσόνησος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χερσόνησος οι χερσόνησοι
      γενική της χερσονήσου των χερσονήσων
    αιτιατική τη χερσόνησο τις χερσονήσους
     κλητική χερσόνησε
(χερσόνησο)
χερσόνησοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η χερσόνησος Άβαλον του Καναδά από δορυφορική λήψη

Ετυμολογία

χερσόνησος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χερσόνησος

Προφορά

ΔΦΑ : /çeɾˈso.ni.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χερσόνησος

Ουσιαστικό

χερσόνησος θηλυκό

  • (γεωγραφία) τμήμα ξηράς, μικρής ή μεγάλης έκτασης, που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα με συνέπεια να βρέχεται απ΄ αυτή από τρεις πλευρές

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

χερσόνησος < χέρσ(ος) + -ό- + νῆσος

Ουσιαστικό

χερσόνησος θηλυκό

  1. (γεωγραφία) η χερσόνησος, το προεξέχον στη θάλασσα τμήμα στεριάς, που θα ήταν παρά λίγο νήσος, κάτι ανάμεσα σε στεριά και νησί
  2. (γεωγραφία) νησί που συνδέεται με γέφυρα με τη στεριά

Κύριο όνομα

Χερσόνησος θηλυκό

Παράγωγα

  • Χερσονήσιος (ο καταγόμενος ή προερχόμενος από τη θρακική χερσόνησο)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.