Σαρακηνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σαρακηνός οι Σαρακηνοί
      γενική του Σαρακηνού των Σαρακηνών
    αιτιατική τον Σαρακηνό τους Σαρακηνούς
     κλητική Σαρακηνέ Σαρακηνοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.ɾa.ciˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σαρακηνός

Ετυμολογία 1

Σαρακηνός < αραβική شرقيين (šarqiyyin, ανατολίτης) < شرق (šarq, ανατολή)

Κύριο όνομα

Σαρακηνός αρσενικό

  1. (εθνικό όνομα, ιστορία) μέλος της αραβικής νομαδικής φυλής, που κατοικούσε στη χερσόνησο του Σινά
  2. (κατ’ επέκταση) Άραβας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Σαρακηνός < εθνικό Σαρακηνός

Κύριο όνομα

Σαρακηνός αρσενικό (θηλυκό Σαρακηνού)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.