Sarrasin
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Sarrasin < δημώδης λατινική Sarracenus < αραβική (με την έννοια « ανατολίτης »)
Κύριο όνομα
Sarrasin (fr) αρσενικό
- η ονομασία των Αράβων κατά την περίοδο των σταυροφοριών, στο Μεσαίωνα, ο Σαρακηνός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.